-
1 ἑρματίζω
A = ἑρμάζω, support by means of a sling,τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.Fract.23
.II (ἕρμα 1.4
) steady as by ballast,ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b
:—[voice] Med., ballast themselves, λιθιδίοις ib.979b: —[voice] Pass.,τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.Mort.18
.2 trans. in [voice] Med., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται they take brides into their houses as ballast, E.Fr.402.8, cf. Lyc.1319.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρματίζω
См. также в других словарях:
ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα … Dictionary of Greek